Ant Hampton: Detouristiki / In View of What We Stand to Lose
Φωτογραφια: Ant Hampton
Τον Μάιο του 2022 βρέθηκα στη Σάμο, ακριβώς δίπλα στην Τουρκία. Όπως αφηγούμαι στο βιβλίο-με-ήχο Borderline Visible, μια σειρά από γεγονότα με οδήγησε να περάσω μια μέρα στην παραλία με έναν άντρα ονόματι Anelka από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Είχε χάσει τα πάντα –μαζί και την αδελφή του– στα χέρια της Frontex και του ελληνικού λιμενικού, σε τρεις διαφορετικές προσπάθειες να φτάσει σε αυτές τις ακτές.
Αν και δεν μπορεί να συγκριθεί με το βίαιο τραύμα που έχει υποστεί ο Anelka, η δική μου διαδρομή –ένα μεγάλο ταξίδι έρευνας για ένα καλλιτεχνικό πρότζεκτ– δεν ήταν εύκολη. Τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή, και δεν ήξερα πλέον τι έκανα στο νησί ως καλλιτέχνης. Ούτε επιτελούσα κάποιον άλλο ρόλο: δεν ήμουν ούτε επιχειρηματίας, ούτε εργαζόμενος σε ανθρωπιστική οργάνωση, ούτε δικηγόρος, ούτε δημοσιογράφος.
Περνώντας τη μέρα μαζί με τον Anelka, βρεθήκαμε να παίζουμε τον ρόλο του τουρίστα. Για πολύ διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ξέραμε πως δεν είχαμε έρθει στο νησί γι’ αυτόν τον σκοπό. Η δική μου ήπια αίσθηση του συνδρόμου του απατεώνα μού προσέφερε μια ιδιότυπη πρόσβαση στην πολύ πιο έντονη αίσθηση που βίωνε ο Anelka. Μας παρείχε μια παράξενη απόσταση από όσα καταλήξαμε να κάνουμε – να περπατάμε, να κάνουμε μπάνιο, να παρατηρούμε, να καταλαμβάνουμε χώρο, να τρώμε σε εστιατόριο. Η κοινοτοπία ήταν διαποτισμένη από το αναπάντεχο και το εξαιρετικό – τίποτα δεν ήταν δεδομένο.
Από εκείνη την ημέρα με απασχολεί το γεγονός ότι ο μαζικός τουρισμός, όπως είναι προφανές, δεν ασχολείται με τη θλίψη, τον φόβο, το πένθος, την οργή ή τις πολυπλοκότητες, τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της ίδιας του της λειτουργίας. Η “Detouristiki” είναι μια περίεργη μορφή που μοιάζει να απολαμβάνει να μεταμορφώνεται. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου στην Αθήνα, ήταν μια ξεναγός που είχε σταματήσει να προσποιείται πως αγνοεί ορισμένες γεωπολιτικές πραγματικότητες και υποκειμενικότητες, και προτιμούσε να ψιθυρίζει, να τραγουδά ή να ουρλιάζει αντί να μιλάει σε μονότονο ύφος. Στο τέλος αυτών των τριών μηνών ζητούσε σιωπή και περισυλλογή.
Φωτογραφια: Ant Hampton
Για μια συμμετοχική δράση με τίτλο “In View of What We Stand to Lose”, κατευθυνόμαστε προς το σημείο όπου συγκεντρώνονται οι τουρίστες για να δουν το ηλιοβασίλεμα πάνω από την Αθήνα.
Τους ζητάμε δύο λεπτά σιωπής και ακινησίας, χωρίς τη χρήση κινητών.
*
Είμαστε σχεδόν τριάντα άτομα και συναντιόμαστε στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στη σχετικά ήσυχη Πλατεία Δεξαμενής. Στεκόμαστε σε κύκλο και ενημερωνόμαστε μέσα από μια σειρά προτάσεων τυπωμένων σε κομμάτια χαρτιού – τα περνάμε σιωπηλά ο ένας στον άλλο. Όταν η τελευταία πρόταση φτάσει σε όλους, ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί και τι θα κάνουμε.
Η ανάβαση στο σημείο με τη θέα διαρκεί σχεδόν μισή ώρα. Περπατάμε σιωπηλά, κρατώντας αποστάσεις μεταξύ μας, ακούγοντας και σημειώνοντας αποσπάσματα συνομιλιών από περαστικούς τουρίστες, στα οποία θα επιστρέψουμε αργότερα.
Στις τσέπες ή τις τσάντες μας έχουμε σχεδόν τριάντα κάρτες για μελλοντική χρήση, με το εξής μήνυμα:
Αγαπητέ επισκέπτη – όταν χτυπήσει το καμπανάκι, θα τηρήσουμε δύο λεπτών σιγή. Παρακαλούμε υποστηρίξτε αυτήν τη στιγμή περισυλλογής παραμένοντας σιωπηλοί και ακίνητοι, μακριά από τα κινητά σας. Σας ευχαριστούμε πολύ.
Ο μοναδικός πιθανός λόγος για αυτήν τη σιωπή δίνεται με οκτώ λέξεις:
εν όψει
των όσων
κινδυνεύουμε
να χάσουμε
Στην κορυφή βρίσκουμε έναν περιορισμένο χώρο με τις αναλογίες και την αίσθηση του καταστρώματος ενός σκάφους: απότομες πλευρές που συγκλίνουν σε ένα σημείο σαν πλώρη, με ένα κοντάρι σημαίας και ένα καμπαναριό που μοιάζουν με κατάρτι στο κέντρο, και ένα μικρό εκκλησάκι πίσω, αντί για την καμπίνα του οδηγού. Ο κόσμος μιλά, βγάζει selfie, δείχνει σημεία της πόλης που έχει ήδη επισκεφτεί, αγχώνεται για το πού είναι τα παιδιά.
Κινούμαστε ανάμεσα στο πλήθος ακούγοντας με ακουστικά μια ηχογράφηση του ίδιου σημείου: μια ροή πολύγλωσσης τουριστικής φλυαρίας που μοιάζει να μας περιβάλλει. Και είναι όντως γύρω μας, όμως οι τουρίστες που ακούμε έχουν ηχογραφηθεί μέρες πριν – είναι πλέον ανώνυμοι, πιθανόν να μην βρίσκονται καν στην Αθήνα και να έχουν διασκορπιστεί ξανά σε όλο τον πλανήτη. Οι φωνές τους, ωστόσο, συνεχίζουν να ηχούν στα ακουστικά μας, επικαλύπτοντας τους ανθρώπους γύρω μας, των οποίων η παρουσία επιβεβαιώνεται από τις άλλες αισθήσεις μας.
«Από πού παίρνουμε το καράβι» / «Ο ήλιος δύει από εδώ – α, από εκεί» / «Θες κι άλλο ούζο – ναι»
Μετά από λίγο γίνεται αντιληπτό ότι η ηχογράφηση είναι έντονα επεξεργασμένη. Είναι αδιάκοπη, αλλά αρχίζουμε να παρατηρούμε περιστασιακές επαναλήψεις ή επεκτάσεις αποσπασμάτων που έχουμε ήδη ακούσει. Υπάρχει μια αργή κλιμάκωση στη δραματουργία της σύνθεσης, με τα πράγματα να γίνονται πιο θορυβώδη με την πάροδο του χρόνου.
Στην κορύφωση της ηχογράφησης χτυπά ένα καμπανάκι. Όλοι σιωπούν. Για πρώτη φορά ακούμε τους ήχους της πόλης πέρα από αυτό το περιορισμένο σημείο. Αν και οι γύρω τουρίστες συνεχίζουν να μιλούν και να κινούνται, μέσα από τα ακουστικά ακύρωσης θορύβου ακούμε τα αποτελέσματα μιας προηγούμενης σιωπής. Η ηχογράφηση συνεχίζεται για δύο λεπτά – κάποια βήματα, ένας βήχας, ένα «σσς». Τελικά μια φωνή μάς καλεί να σκεφτούμε πώς μπορούμε να μετατρέψουμε αυτή την ηχογράφηση σε πραγματικότητα: ήρθε η ώρα να μοιράσουμε τις κάρτες και να ζητήσουμε από τους παρόντες τουρίστες να τηρήσουν δύο λεπτά σιωπής.
Κατανεμημένοι ομοιόμορφα ανάμεσα στο πλήθος, πλησιάζουμε τους ανθρώπους ευγενικά: «Συγγνώμη, σε λίγο θα επικρατήσει σιωπή». Η απορία τους ανοίγει έναν χώρο για να τους περάσουμε το μήνυμα καθώς τους δίνουμε την κάρτα.
Όταν όλοι φαίνεται πως την έχουν διαβάσει, ένας από εμάς χτυπά το καμπανάκι. Επέρχεται σιωπή. Όπως ένα έντομο που αποβάλλει το εξωτερικό του περίβλημα, ο «τοπικός» ήχος (εισαγόμενος από κάθε γωνιά του πλανήτη) αποσύρεται, αποκαλύπτοντας την πραγματική τοπικότητα: την πόλη πέρα από το ύψωμα. Τα αυτιά μας απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση – ακόμη και προς τα πάνω, όπου τα χελιδόνια φωνάζουν στις τούμπες τους. Οι οθόνες των κινητών έχουν εξαφανιστεί και οι άνθρωποι στέκονται ακίνητοι, κάθετες φιγούρες στραμμένες προς τον ορίζοντα, εκεί όπου ο ήλιος δίνει την ψευδαίσθηση ότι δύει, ενώ ο πλανήτης μας συνεχίζει να περιστρέφεται.
Μετά από τρία λεπτά (στο πνεύμα της περφόρμανς, ο χρόνος παρατείνεται), το καμπανάκι χτυπά ξανά. Η κουβέντα συνεχίζεται μετά από ένα διστακτικό χειροκρότημα, και κατηφορίζουμε τον λόφο, και πάλι αραιωμένοι και σιωπηλοί, μέχρι να συγκεντρωθούμε ξανά στον ίδιο κύκλο, όπου δύο κάρτες κυκλοφορούν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Το έργο ολοκληρώνεται με το μοίρασμα των δικών μας «ηχογραφήσεων» –τα αποσπάσματα συνομιλιών που ακούσαμε και σημειώσαμε κατά την ανάβαση– χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τις δικές μας φωνές, καθώς προσπαθούμε να βρούμε τη σωστή στιγμή για να μιλήσουμε.
Για ενημερώσεις βλέπε www.anthampton.com
Φωτογραφια: Ant Hampton
Ένα πρότζεκτ του Ant Hampton
με την Ελπίδα Ορφανίδου και τo Ledi Kovatsi.
Δημιουργήθηκε έπειτα από έρευνα στο Παλέρμο (υποστήριξη: Teatro Bastardo) και στην Αθήνα (υποστήριξη: Onassis AiR).
Ευχαριστίες στους/στις Sanem Su Avci, Noam Assayag, Nicola Nitido, Natasha Rijkhoff, Mike Kitcher, Μάρκος Μόσχος.
περισσοτερα:
νέα